- πομφολυγηρόν
- πομφολῠγ-ηρόν, τό,A a plaster containing πομφόλυξ IV, Paul.Age.7.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πομφολυγηρόν — a plaster containing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομφολυγηρός — ά, όν, Α [πομφόλυξ, υγος] 1. αυτός που αναδίδει πομφόλυγες, φουσκάλες 2. το ουδ. ως ουσ.τὸ πομφολυγηρόν είδος εμπλάστρου που περιέχει οξείδιο ψευδαργύρου … Dictionary of Greek